17. Επίσης, ο Άγιος ήρθε επάνω σε μένα και είδα ένα λευκό
κύκνο που έπλεε στο νερό.
18. Ανάμεσα στα φτερά του κάθισα, και οι αιώνες έφυγαν μακριά.
19. Έπειτα ο κύκνος πέταξε και καταδύθηκε και υψώθηκε, όμως δεν πήγαμε προς τα
κάπου.
20. Ένα μικρό τρελό αγόρι που ταξίδευε μαζί μου μίλησε στον κύκνο και είπε:
21. Ποιος είσαι εσύ που επιπλέεις και πετάς και καταδύεσαι και υψώνεσαι στο
κενό; Ιδού, τόσοι πολλοί αιώνες έχουν περάσει. Από πού έρχεσαι; Προς τα πού
πηγαίνεις;
22. Και γελώντας τον επίπληξα, λέγοντας: Όχι από πού! Όχι προς τα πού!
23. Ο κύκνος, σιωπηλός, απάντησε: Τότε, αν δίχως στόχο, γιατί τούτο το αιώνιο
ταξίδι;
24. Και ακούμπησα το κεφάλι μου στο Κεφάλι του Κύκνου και γέλασα, λέγοντας: Δεν
υπάρχει χαρά ανείπωτη σε τούτο το άσκοπο φτερούγισμα; Δεν υπάρχει κούραση και
ανυπομονησία για την επίτευξη κάποιου σκοπού;
25. Και ο κύκνος ήταν πάντα σιωπηλός. Αχ! Αλλά επιπλεύσαμε μέσα στην απέραντη
Άβυσσο. Χαρά! Χαρά! Λευκέ κύκνε, εμψύχωνέ με πάντα ανάμεσα στις φτερούγες σου!
26. Ω σιωπή! Ω έκσταση! Ω τέλος των πραγμάτων, ορατών και αόρατων! Τούτο, δικό
μου είναι όλο, εμένα που δεν είμαι.
Απόσπασμα από το Liber Cordis Cincti Serpente του Aleister Crowley. Μετάφραση
δική μου.
(ανάλυση του ποιήματος και άλλα... στον παρακάτω σύνδεσμο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου