Στη συλλογή του «Ηθικά» ο Πλούταρχος αναζητά την εφαρμογή
της αρετής στην πρακτική πλευρά της ζωής. Ανάμεσα στα πάμπολλα λοιπά ζητήματα
τοποθετήθηκε και στο θέμα της διατροφής. Στους δύο λόγους του "Περί
Σαρκοφαγίας" οι απόψεις του για την κρεατοφαγία είναι... ωμές και
σοκαριστικές!
Στις μέρες μας που η κρεατοφαγία
και η κατανάλωση ζωικών προϊόντων έχει κορυφωθεί, οι δύο λόγοι του Πλουτάρχου
αποδεικνύονται εξαιρετικά επίκαιροι. Μολονότι είναι αυστηροί απέναντι στην
αλόγιστη θυσία των ζώων, μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο περισσότερο αυστηρός
θα ήταν ο Πλούταρχος αν ζούσε σήμερα που ο βασανισμός των ζώων είναι
συστηματικός, βιομηχανοποιημένος και ολότελα αντίθετος με τη φυσικό τρόπο ζωής.
Το κείμενο περιλαμβάνει κομμάτια
που ίσως αποτελούν προσθήκες από άλλους λόγους του Πλουτάρχου. Τα κομμάτια όμως
αυτά δεν αλλάζουν το συνολικό νόημα του λόγου. Όπου βλέπετε αποσιωπητικά (...)
το κείμενο λείπει σε εκείνο το σημείο. Ο Πλούταρχος με αυτούς τους δύο λόγους
μάλλον καταθέτει τη διαμαρτυρία του για τα διατροφικά ήθη της εποχής και ευνοεί
την περιορισμένη κατανάλωση κρέατος.
Οι δύο λόγοι "Περί
Σαρκοφαγίας" αποτελούν ορόσημο για τα σύγχρονα κινήματα της χορτοφαγίας,
του βιγκανισμού και της ωμοφαγίας, καθώς θίγει το ζήτημα της κρεατοφαγίας από
πολλές οπτικές γωνίες: την ηθική, τη φιλοσοφική, την ανθρωπολογική, την
υγειονομική και την πνευματική. Ως κατακλείδα και συμβουλή του σοφού αυτού
ανθρώπου θα μπορούσαμε ίσως να κρατήσουμε ότι κρέας θα πρέπει να τρώμε μόνο
όταν και εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την επιβίωση και την υγεία μας και όχι
για την τέρψη μας.
Επίσης στους «Περί σαρκοφαγίας»
λόγους του προβληματίζεται έντονα. Προφανώς απηυδισμένος από
τα ελληνορωμαϊκά συμπόσια αναρωτιέται πώς γίνεται – έχοντας στη διάθεσή
μας τέτοια νόστιμη ποικιλία από φρούτα, λαχανικά και καρπούς – να θέλουμε με το
ζόρι να νοστιμίσουμε τη ματωμένη σάρκα ενός ζώου «σβήνοντας με μύρια
καρυκεύματα τη γεύση του αίματος» για να μπορέσουμε να τη φάμε.
ΠΕΡΙ ΣΑΡΚΟΦΑΓΙΑΣ ΛΟΓΟΣ Α'
1. Εσύ ρωτάς για ποιο λόγο ο
Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε
ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος,
πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και παραθέτοντας σε τραπέζι
μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν
βρυχόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν το
αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του
άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει
ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανασίμων τραυμάτων.
«Τα δέρματα ανατρίχιασαν και τα
κρέατα γύρω στις σούβλες μούγκρισαν, ψημένα και ωμά, όταν ακούστηκε η φωνή των
βοδιών» {Ομήρου Οδύσσεια}.
2. Ή
μήπως, όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να
πούμε πως τους έσπρωξε η φτώχεια, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την
εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν
τα όρια προς ηδονές παρά φύση, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, και
κατέληξαν σε αυτήν την πρακτική, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα δα ανακτούσαν αίσθηση
και φωνή:
"Ευλογημένοι
κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να
καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για
σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους, πόσες ηδονές μπορείτε να
δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα
χέρια σας με αίμα!
Εμάς όμως
δέχτηκε μέρος του χρόνου της ζωής πολύ σκυθρωπό και φοβερό, αφού από την ώρα
που γεννηθήκαμε πέσαμε σε μεγάλη και πνιγηρή φτώχεια. Τότε αέρας έκρυβε ακόμη
τον ουρανό και τα άστρα, ανακατεμένος με θολή και αδιαπέραστη υγρασία, φωτιά κι
ανεμοζάλη. Ο ήλιος ακόμη δεν είχε σταθεί ακίνητος και, σταθερό έχοντας δρόμο,
την αυγή και τη δύση να διακρίνει, τις γύριζε πάλι, αφού τις στεφάνωνε με τις
καρποφόρες Ώρες που φορούν λουλούδια στο κεφάλι, ενώ η γη γνώριζε μεγάλη αδικία
από ποταμούς που χύνονταν εδώ κι εκεί, πολλές περιοχές της δεν είχαν μορφή λόγω
των νερών που λίμναζαν, και η ίδια ήταν σε άγρια κατάσταση με τις παχιές
λάσπες, τις άφορες λόχμες και τα δάση. Συγκομιδή ήμερων καρπών δεν υπήρχε, ούτε
εργαλείο τέχνης ούτε ίχνος επινοητικότητας. Η πείνα δε μας έδινε χρονικά
περιθώρια ούτε ο σπόρος... μπορούσε τότε να περιμένει τις εποχές του έτους.
Πού το
παράξενο λοιπόν αν φάγαμε σάρκες ζώων παρά τις επιταγές της φύσης, τότε που και
η λάσπη τρωγόταν και φλοιός δέντρου φαγώθηκε και το να βρεις άγρωστη με
βλαστάρια ή καλαμιού ρίζα ήταν ευτύχημα; Όταν γευτήκαμε και φάγαμε βαλανίδια,
χορέψαμε από τη χαρά μας γύρω από μία βαλανιδιά, αποκαλώντας τη δωρήτρια ζωής,
μητέρα και τροφό. Αυτή ήταν η γιορτή που γνώριζε τότε η ζωή, ενώ όλα τα άλλα
ήταν μελαγχολικά και άγρια.
Εσάς τους
τωρινούς όμως ποια λύσσα και ποια αχόρταγη λαχτάρα σας οδηγεί να βάφετε τα
χέρια σας με αίμα, τη στιγμή που σας προσφέρονται τόσα για τις ανάγκες σας;
Γιατί κατηγορείτε άδικα τη γη πως δε μπορεί να σας τρέφει; Γιατί ασεβείτε προς
τη θεσμοφόρο Δήμητρα και προσβάλλετε τον ήμερο και μειλίχιο Διόνυσο, λες και
δεν παίρνετε αρκετά από αυτούς; Δεν ντρέπεστε να ανακατεύετε τους ήμερους
καρπούς με αίμα από σφαγή;
Αποκαλείτε
άγρια ζώα τα φίδια, τις λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια, ενώ οι ίδιοι σφάζετε και
σκοτώνετε χωρίς να τους αφήσετε περιθώρια να σας ξεπεράσουν σε ωμότητα. Για
εκείνα τα σκοτωμένα ζώα είναι τροφή, για εσάς λιχουδιά."
3. Πράγματι,
δεν τρώμε βέβαια λιοντάρια και λύκους για να αμυνθούμε. Αυτά τα αφήνουμε και ,
αντίθετα, πιάνουμε και σκοτώνουμε τα άκακα, τα εξημερωμένα, όσα δεν έχουν
κεντρί ούτε δόντια να δαγκώσουν, τα οποία, μα το Δία, γέννησε η φύση για την
ομορφιά και τη χάρη τους...
4. Τίποτα
δε μας συγκινεί, ούτε η ανθηρή όψη της σάρκας ούτε η γοητευτική μελωδική φωνή
ούτε η επινοητικότητα της ψυχής ούτε ο καθαρός τρόπος ζωής και η ξεχωριστή
νοημοσύνη των άμοιρων ζώων, αλλά για μικρό κομμάτι σάρκας αφαιρούμε την ψυχή,
το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί κι έχει
φτιαχτεί από τη φύση ( το ζωντανό πλάσμα).
Ακόμη, τις
φωνές και τα γρυλίσματά του θεωρούμε άναρθρους ήχους και όχι παρακλήσεις,
δεήσεις και επικλήσεις για δικαιοσύνη του καθενός τους που λέει: "Δεν σου
ζητώ να με λυπηθείς στην ανάγκη σου, αλλά μην προχωρήσεις στην ύβρη. Αν είναι
για να φας, σκότωσέ με, αν είναι για να φας πιο ευχάριστα, μη με
σκοτώνεις".
Τι ωμότητα! Είναι τρομακτικό να βλέπεις να στρώνεται τραπέζι
πλουσίων, που έχουν νεκροστολιστές μάγειρες και παρασκευαστές περίπλοκων
φαγητών, ακόμη πιο φοβερό όμως (να το βλέπεις) όταν ξεστρώνεται, διότι όσα
έχουν μείνει είναι περισσότερα απ' όσα έχουν φαγωθεί. Επομένως τα ζώα μάταια
πέθαναν. Άλλα πάλι από τα σερβιρισμένα τα λυπούνται, δεν θέλουν να τα δουν
κομμένα και τεμαχισμένα και δεν τα αγγίζουν νεκρά, αν ήταν όμως ζωντανά, δε θα
δίσταζαν.
5. Ωστόσο
επιτρέψαμε στους άνδρες εκείνους να πουν ότι η αρχή είναι στη φύση... Το ότι
δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ' αρχάς από την
κατασκευή των σωμάτων.
Πράγματι, το
ανθρώπινο σώμα δε μοιάζει με κανενός ζώου απ΄όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε
κρέας, δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό
στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά
συστατικά του κρέατος. Ως εκ τούτου η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα,
τη μαλακιά γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία.
Αν
υποστηρίζεις πως είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο
ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι,
ρόπαλο ούτε πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια
σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα
γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα
ζωντανό, όπως εκείνα.
Αν περιμένεις
να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως και η παρουσία ψυχής σε κάνει να ντρέπεσαι στο να
φας τη σάρκα, γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας ενάντια στη φύση; Ωστόσο, ούτε
άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν
με φωτιά και χημικές ουσίες, αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια
καρυκεύματα τη γεύση του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο να εξαπατηθεί και να
δεχτεί ό,τι του είναι ξένο.
Έξυπνη ήταν
βέβαια η απάντηση του Λάκωνα, που αγόρασε μικρό ψάρι σε πανδοχείο και ζήτησε
από τον πανδοχέα να του το ετοιμάσει. Όταν εκείνος του ζήτησε τυρί, ξίδι και
λάδι, απάντησε: "Αν τα είχα, δε θα αγόραζα ψάρι".
Εμείς όμως
είμαστε τόσο λεπτεπίλεπτοι, μολονότι μολύνουμε τα χέρια μας με αίμα, ώστε
αποκαλούμε το κρέας προσφάγι κι έπειτα χρειαζόμαστε άλλα συμπληρώματα για το
ίδιο το κρέας, ανακατεύοντας λάδι, κρασί, μέλι, ψαρόζουμο, ξίδι μαζί με
μυρωδικά από τη Συρία και την Αραβία, σαν να ενταφιάζουμε πράγματι νεκρό. Μα
ακόμη κι αφού αυτά διαλυθούν, μαλακώσουν και υποστούν προκαταβολικά πέψη, είναι
δύσκολο στην πέψη να επικρατήσει και, αν νικηθεί, προκαλεί φοβερό βάρος και
νοσηρές μορφές δυσπεψίας.
6. Ο
Διογένης τόλμησε να φάει χταπόδι ωμό ώστε να βάλει τέρμα στην επεξεργασία του
κρέατος με τη φωτιά. Ενώ είχαν σταθεί γύρω του άνθρωποι πολλοί, αφού κάλυψε το
κεφάλι του με τον τριβώνα, πλησιάζοντας το κρέας στο στόμα του, είπε: "Για
χάρη σας εκθέτω τη ζωή μου σε κίνδυνο", κίνδυνο, μα το Δία, αληθινά ωραίο.
Όπως ο Πελοπίδας για να ελευθερώσει τη Θήβα ή όπως ο Αρμόδιος και ο
Αριστογείτων για χάρη των Αθηναίων, δεν έθεσε ο φιλόσοφος τη ζωή του σε
κίνδυνο, παλεύοντας με ωμό χταπόδι, για να αποθηριώσει τη ζωή των ανθρώπων;
Τα κρέατα που
τρώμε δεν είναι μόνον για τα σώματα παρά φύση, αλλά χοντραίνουν και τις ψυχές
με την υπεραφθονία και τον κορεσμό. "Το κρασί και η υπερβολική κρεοφαγία
κάνουν πράγματι το σώμα δυνατό και ρωμαλέο, την ψυχή όμως ασθενική".
Για να μη θίξω
τους αθλητές, καταφεύγω σε συγγενικά μου παραδείγματα. Οι κάτοικοι της Αττικής
αποκαλούσαν εμάς του Βοιωτούς χοντρούς, αναίσθητους και ηλίθιους κυρίως λόγω
της αδηφαγίας. "Τούτοι πάλι... γουρούνια... και ο Μένανδρος... αυτοί που
έχουν σαγόνια" και ο Πίνδαρος: "και να καταλάβουν έπειτα..."
"λάμψη ξηρή είναι η πιο σοφή ψυχή", σύμφωνα με τον Ηράκλειτο.
Τα άδεια
πιθάρια, όταν τα χτυπήσεις, ηχούν, όταν γεμίσουν όμως, δεν απαντούν στο
χτύπημα. Τα λεπτά χαλκώματα πάλι μεταδίδουν τους ήχους κυκλικά, μέχρις ότου,
ακουμπώντας κάποιος το χέρι του, δημιουργήσει φράγμα και φιμώσει τον ήχο που
παράγεται, καθώς το χτύπημα μεταφέρεται κυκλικά. Το μάτι πάλι, αν γεμίσει με
πλεονάζον υγρό, θαμπώνεται, ατονεί και δε μπορεί να εκτελέσει το έργο του.
Κοιτάζοντας επίσης τον ήλιο μέσα από αέρα που μάζεψε υγρασία και πλήθος
αναφομοίωτων αναθυμιάσεων, τον βλέπουμε όχι καθαρό και λαμπρό, αλλά βυθισμένο
σε αχλή με ακτίνες που ξεγλιστρούν και χάνονται.
Έτσι επομένως
και μέσα από σώμα ταραγμένο, παραφορτωμένο και βαρύ από τροφές αταίριαστες η
λάμψη της ψυχής και το φέγγος της φτάνουν κατ' ανάγκη αδύναμα και θολά,
πλανιούνται και είναι ασταθή, εφόσον η ψυχή δε διαθέτει φως και ένταση για να
εισχωρήσει στα λεπτά και αδιόρατα σημεία της πραγματικότητας.
7. Μα και
πέρα από αυτά, δε θεωρείς πως ο εθισμός στην αγάπη για τα άλλα πλάσματα είναι
θαυμάσιο πράγμα; Ποιος θα μπορούσε να αδικήσει άνθρωπο, αν αντιμετωπίζει με
τόση πραότητα και αγάπη πλάσματα ξένα και όχι συγγενικά;
Πριν δύο
μέρες, σε κάποια συζήτηση, ανέφερα τη ρήση του Ξενοκράτη, ότι οι Αθηναίοι τιμώρησαν
εκείνον που έγδαρε το κριάρι ζωντανό. Κατά την άποψή μου, όποιος βασανίζει
πλάσμα που δε ζει δεν είναι χειρότερος από εκείνον που αφαιρεί τη ζωή και
σκοτώνει, αλλά, απ' ό,τι φαίνεται, νιώθουμε πιο έντονα αδικίες που είναι
αντίθετες στη συνήθεια και τη φύση. Τούτα εξέφρασα σε εκείνη την
περίπτωση με πιο απλό τρόπο, τη μεγάλη όμως, μυστηριώδη και απίστευτη για
ανθρώπους προικισμένους, που σκέφτονται σαν θνητοί, όπως λέει ο Πλάτων, αρχή,
στην οποία βασίζεται η άποψή μου, διστάζω ακόμα να φέρω προς συζήτηση, όπως ο
ναυτικός διστάζει να ρίξει το πλοίο του σε κακοκαιρία ή ο θεατρικός συγγραφέας
να υψώσει το σκηνικό μηχάνημα στη μέση του δράματος. Δεν είναι ίσως αταίριαστο
να προετοιμάσει κάποιος το κοινό, αναφέροντας από πριν του στίχους του
Εμπεδοκλή...
Εδώ αναφέρεται
αλληγορικά στις ψυχές, ότι δηλαδή, τιμωρούμενες για φόνους, βρώση σαρκών και
κανιβαλισμό, έχουν δεθεί με σώματα θνητά. Ωστόσο, τούτη η άποψη φαίνεται να
είναι ακόμη πιο παλιά, εφόσον τα μυθικά πάθη και ο διαμελισμός, που αναφέρονται
για το Διόνυσο, και αυτά που τόλμησαν να κάνουν οι Τιτάνες εναντίον του και να
τον φάνε, η τιμωρία τους, τέλος, για το φόνο και η κεραυνοβόλησή τους, είναι
μύθος που αναφέρεται υπαινικτικά στην αναγέννηση, διότι στο άλογο στοιχείο μέσα
μας, στο στοιχείο της αταξίας και της βίας που είναι όχι θεϊκό αλλά δαιμονικό,
έδωσαν οι αρχαίοι το όνομα Τιτάνες, που σημαίνει αυτούς που τιμωρούνται και αποτίνουν
τα δέοντα για τις αδικίες τους.